Ἀσσυρίω

Ἀσσυρίω
Ἀσσύριος
the Assyrians
masc/neut nom/voc/acc dual
Ἀσσύριος
the Assyrians
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀσσυρίῳ — Ἀσσύριος the Assyrians masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοειδής — λογοειδής, ές (AM) ο όμοιος προς τον πεζό λόγο («τὸ κοινὸν τῆς γραφῆς, ἐξ ἧς οἱ λογοειδεῑς γίνονται στίχοι», Ευστ.) μσν. λογικοφανής («λογοειδεῑς ἐνέργειαι», Δαμάσκ.) αρχ. 1. λογικός, εύλογος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοειδές α) η πεζογραφία β) (η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”